τραπεζιτικοῦ

τραπεζιτικοῦ
τραπεζῑτικοῦ , τραπεζιτικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εμπεδοκλής, Γρηγόριος — (1861 – 1951). Τραπεζίτης. Σπούδασε στο Λονδίνο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου αρχικά άνοιξε χρηματιστηριακό γραφείο στην οδό Αριστείδου. Το 1905 ίδρυσε ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία Τράπεζα Εμπεδοκλέους, η οποία το 1908… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”